- ντουφεκιά
- ηβλ. τουφεκιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουφεκιά — και ντουφεκιά, η, Ν 1. πυροβολισμός με ντουφέκι 2. η απόσταση βολής τουφεκιού 3. ο ήχος τού πυροβολισμού τουφεκιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι / ντουφέκι + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά)] … Dictionary of Greek
αχός — ο θόρυβος, βοή: Βαρύς αχός ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν (δημοτ. τραγούδι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεύγμα — το, ατος 1. σύνδεση, δεσμός. 2. γέφυρα φτιαγμένη από ενωμένα πλοιάρια. 3. σχήμα λόγου (το ρήμα μιας πρότασης έχει δύο προσδιορισμούς, ενώ λογικά τού ταιριάζει ένας, π.χ. ακούει ντουφέκια να βροντούν, σπαθιά να λαμποκοπάνε) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κούφιος, -ια, -ιο — επίρρ. ια 1. άδειος, κοίλος. 2. χαλασμένος: Μη μαζεύεις κούφια καρύδια. 3. υπόκωφος: Ακούστηκε μια κούφια ντουφεκιά. 4. κουφιοκέφαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουφεκιά — τουφεκιά, η και ντουφέκια, η 1. πυροβολισμός με τουφέκι: Έπεσαν δυο τουφεκιές. 2. η απόσταση βολής του τουφεκιού: Απέχει μια τουφεκιά δρόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)